- ἐπιτεχνητός
- ἐπιτεχν-ητός, όν (ή, όν Philum. (v. infr.)),A artificially made, Luc.Prom.18, Salt.27 ;
πυρίαι Philum.
ap. Orib.45.29.40.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρίαι Philum.
ap. Orib.45.29.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιτεχνητός — ἐπιτεχνητός, όν (θηλ. και ή) (Α) [επιτεχνώμαι] ο έντεχνα ή τεχνητά κατασκευασμένος … Dictionary of Greek
ἐπιτεχνητοῦ — ἐπιτεχνητός artificially made masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτεχνητῶν — ἐπιτεχνητός artificially made masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπιτέχνητος — ἀνεπιτέχνητος, ον (Α) ο φτιαγμένος χωρίς σχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιτεχνητός «ο κατασκευασμένος με τέχνη» < επιτεχνωμαι] … Dictionary of Greek